συμβαίνειν

συμβαίνειν
συμβαίνω
stand with the feet together
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συμβαίνω — ΝΜΑ [βαίνω] 1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν. γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.) 2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α.… …   Dictionary of Greek

  • случиться — ст. слав. лоучити сѩ συμβαίνειν, γίγνεσθαι (Супр.), болг. случва се, сербохорв. случити се, слу̑чи̑ се, словен. slučiti sе. Связано с лучить II (см.); ср. Траутман, ВSW 151 и сл.; далее сюда же лукать бросать , по мнению Желтова (ФЗ, 1875, вып. 3 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • обычьно — (3*) нар. Обычно, постоянно: Мт҃и б҃жиѧ прѣчт҃а˫а стѣна кр҃стьѧномъ избави люди ѡбычно въпьюща ти. СбЯр XIII, 220; аще не всѣмъ чл҃вкомъ ре(ч) приключаютсѧ [несчастья] ѡбычно но нѣкымъ. (τοῦτο... συμβαίνειν εἴωϑεν) ЖВИ XIV–XV, 18в; || привычно:… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • AMENANUS — Siciliae fluv. ad Aetnam mont, Strab. qui hodie Iudicello dicitur Fazello. Amelianus Steph. videtur in Catane, sed tu lege Α᾿μενανὸν, ac obiter emenda Ovid. Met. l. 15. Fab. 3. Nec non Sicanias volvens Amasenus arenas Nunc fluit; interdum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

  • προχαίρω — Α 1. χαίρομαι από πριν («ὡσθ ἡμῑν συμβαίνειν τὸ προχαίρειν», Πλάτ.) 2. (η προστ.) προχαιρέτω ειρων. ας λείπει κάτι τέτοιο (Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • πρόσθιος — α, ο / πρόσθιος, ία, ον, ΝΑ εμπρόσθιος, μπροστινός (α. «η πρόσθια όψη» β. «oἱ πρόσθιοι πόδες», Ηρόδ. γ. «οἱ πρόσθιοι ὀδόντες», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πρόσθιο ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που βρίσκεται μεταξύ τών μέσων κοπτήρων στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”